- ἀγρυπνίαις
- ἀγρυπνίαsleeplessnessfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀγρυπνίαις — ἀγρυπνίαις , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бъдѣниѥ — БЪДѢНИ|Ѥ (157), ˫А с. 1.Бдение, бодрствование: оукраси [молитву] ˫ако невѣстоу: бъдѣниѥмь. троудъм ||=тьрпѣниѥмь. Изб 1076, 35 об. 36; постъмь и бъдѣниемь. ѡбразъ бысть своимъ оученикомъ. Стих 1156 1163, 31; и възищѣмъ б҃а рыданиѥмь. сльзами.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως … Dictionary of Greek
ριπτάζω — ῥιπτάζω ΝΑ 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαι κινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνία αρχ. 2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς» … Dictionary of Greek